- εξαλβανισμός
- ο [εξαλβανίζω]η μεταβολή σε Αλβανό ή σε κάτι αλβανικό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εξαλβανισμός — ο η μεταβολή κάποιου σε Αλβανό ή σε αλβανικό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)